διανοητής: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "]]g" to "]] g")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[que piensa]], [[inteligente]]glos. a φρόνιμος Hsch.
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[que piensa]], [[inteligente]] glos. a φρόνιμος Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[διανοητής]]) [[διανοούμαι]]<br />[[διανοούμενος]], [[στοχαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[φρόνιμος]], ο [[συνετός]].
|mltxt=ο (Α [[διανοητής]]) [[διανοούμαι]]<br />[[διανοούμενος]], [[στοχαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[φρόνιμος]], ο [[συνετός]].
}}
}}

Revision as of 18:25, 18 December 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανοητής Medium diacritics: διανοητής Low diacritics: διανοητής Capitals: ΔΙΑΝΟΗΤΗΣ
Transliteration A: dianoētḗs Transliteration B: dianoētēs Transliteration C: dianoitis Beta Code: dianohth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who thinks, gloss on φρόνιμος, Hsch.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ que piensa, inteligente glos. a φρόνιμος Hsch.

Greek Monolingual

ο (Α διανοητής) διανοούμαι
διανοούμενος, στοχαστής
αρχ.
ο φρόνιμος, ο συνετός.