σποδώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[κοπανίζω]], [[συντρίβω]] (α. «τί δ', ἢν σποδῶ τοῖς κονδύλοις, τί μ' ἐργάσει τὸ δεινόν;» <b>Αριστοφ.</b><br />β. «συντρίψω γὰρ αὐτοῡ τὰς χόας, καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν», <b>Κρατίν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, [[συνευρίσκομαι]] [[παράνομα]] («οἰμώζων ἄρα νὴ Δία σποδήσεις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>σποδοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για στρατό) βρίσκομαι σε κακή [[κατάσταση]], διαλύομαι («στρατοῡ καμόντος και κατεσποδημένου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τρώω]] με [[λαιμαργία]], [[καταβροχθίζω]]<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σποδέοντο<br />ἐμάχοντο, ἐτύπτοντο».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σποδός]] «[[στάχτη]]». Οι σημασίες του ρ. «[[χτυπώ]], συνουσιάζομαι» και «[[τρώω]], [[καταβροχθίζω]]» [[είναι]] μτφ. χρήσεις της αρχικής σημ. «[[συντρίβω]], [[μετατρέπω]] σε [[στάχτη]]»].
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[κοπανίζω]], [[συντρίβω]] (α. «τί δ', ἢν σποδῶ τοῖς κονδύλοις, τί μ' ἐργάσει τὸ δεινόν;» <b>Αριστοφ.</b><br />β. «συντρίψω γὰρ αὐτοῦ τὰς χόας, καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν», <b>Κρατίν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, [[συνευρίσκομαι]] [[παράνομα]] («οἰμώζων ἄρα νὴ Δία σποδήσεις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>σποδοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για στρατό) βρίσκομαι σε κακή [[κατάσταση]], διαλύομαι («στρατοῡ καμόντος και κατεσποδημένου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τρώω]] με [[λαιμαργία]], [[καταβροχθίζω]]<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σποδέοντο<br />ἐμάχοντο, ἐτύπτοντο».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σποδός]] «[[στάχτη]]». Οι σημασίες του ρ. «[[χτυπώ]], συνουσιάζομαι» και «[[τρώω]], [[καταβροχθίζω]]» [[είναι]] μτφ. χρήσεις της αρχικής σημ. «[[συντρίβω]], [[μετατρέπω]] σε [[στάχτη]]»].
}}
}}

Revision as of 19:15, 1 January 2022

Greek Monolingual

-έω, Α
1. κοπανίζω, συντρίβω (α. «τί δ', ἢν σποδῶ τοῖς κονδύλοις, τί μ' ἐργάσει τὸ δεινόν;» Αριστοφ.
β. «συντρίψω γὰρ αὐτοῦ τὰς χόας, καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν», Κρατίν.)
2. μτφ. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι παράνομα («οἰμώζων ἄρα νὴ Δία σποδήσεις», Αριστοφ.)
3. παθ. σποδοῦμαι, -έομαι
(για στρατό) βρίσκομαι σε κακή κατάσταση, διαλύομαι («στρατοῡ καμόντος και κατεσποδημένου», Αισχύλ.)
4. τρώω με λαιμαργία, καταβροχθίζω
5. (κατά τον Ησύχ.) «σποδέοντο
ἐμάχοντο, ἐτύπτοντο».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη». Οι σημασίες του ρ. «χτυπώ, συνουσιάζομαι» και «τρώω, καταβροχθίζω» είναι μτφ. χρήσεις της αρχικής σημ. «συντρίβω, μετατρέπω σε στάχτη»].