σποδώ

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
1. κοπανίζω, συντρίβω (α. «τί δ', ἢν σποδῶ τοῖς κονδύλοις, τί μ' ἐργάσει τὸ δεινόν;» Αριστοφ.
β. «συντρίψω γὰρ αὐτοῦ τὰς χόας, καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν», Κρατίν.)
2. μτφ. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι παράνομα («οἰμώζων ἄρα νὴ Δία σποδήσεις», Αριστοφ.)
3. παθ. σποδοῦμαι, -έομαι
(για στρατό) βρίσκομαι σε κακή κατάσταση, διαλύομαι («στρατοῦ καμόντος και κατεσποδημένου», Αισχύλ.)
4. τρώω με λαιμαργία, καταβροχθίζω
5. (κατά τον Ησύχ.) «σποδέοντο
ἐμάχοντο, ἐτύπτοντο».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη». Οι σημασίες του ρ. «χτυπώ, συνουσιάζομαι» και «τρώω, καταβροχθίζω» είναι μτφ. χρήσεις της αρχικής σημ. «συντρίβω, μετατρέπω σε στάχτη»].