κατηγορούμενον: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=το<br /><b>1.</b> όνομα ή άλλο μέρος του λόγου ή φράση ή και ολόκληρη πρόταση που αποδί...")
(No difference)

Revision as of 12:16, 2 January 2022

Greek Monolingual

το
1. όνομα ή άλλο μέρος του λόγου ή φράση ή και ολόκληρη πρόταση που αποδίδουν μιαν ιδιότητα στο υποκείμενο προτάσεως με τη μεσολάβηση ενός συνδετικού ρήματος, αυτό που λέγεται για το υποκείμενο
π.χ. «τὸ λακωνίζειν ἐστὶ φιλοσοφεῖν», «ο γιος μου είναι καλό παιδί»
2. φρ. α) «επιρρηματικό κατηγορούμενο
όνομα που αποδίδει στο υποκείμενο της προτάσεως επιρρηματική σημασία (τόπο, χρόνο, τρόπο κ.λπ.) και το οποίο δέχονται κυρίως ρήματα κινήσεως, π.χ. «Ἐπύαξα προτὲρα Κύρου ἀφίκετο», «περπατά πάντα καμαρωτός»
β) «προληπτικό κατηγορούμενο» — όνομα το οποίο αποδίδει προληπτικά στο υποκείμενο μια ιδιότητα η οποία είναι το αποτέλεσμα της συντελέσεως της ρηματικής ενέργειας, π.χ. «σπουδάζει αρχιτέκτονας», «ὁ ποταμός ἐρρύη μέγας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. μτχ. ενεστ. του ρ. κατηγοροῦμαι. Η χρήση της λ. κατηγορούμενο ανάγεται στη σημ. του κατηγορῶ «αποδίδω ιδιότητα σε πρόσωπο ή πράγμα», ως όρου της λογικής από τον Αριστοτ.].