γάμιος: Difference between revisions
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γάμιος:''' [ᾰ] ,-α, -ον = [[γαμήλιος]], σε Μόσχ. | |lsmtext='''γάμιος:''' [ᾰ],-α, -ον = [[γαμήλιος]], σε Μόσχ. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:51, 9 January 2022
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, A = γαμήλιος, μέλος Mosch.2.124; εὐνή Opp.C. 3.149, cf. Nonn.D.1.69, al.; γαμίης ἐλπίδος ἐστέρεσεν IG12(8).600 (Thasos).
German (Pape)
[Seite 473] dasselbe, μέλος Mosch. 2, 120; εὐνή Opp. C. 3, 149; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
γάμιος: -α, -ον, = γαμήλιος, Μόσχ. 2. 120, Ὀππ. Κ. 3. 149 · γαμίης ἐλπίδος ἐστέρησεν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 325. 14.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 nupcial μέλος Mosch.2.124, γ. ... τραπέζη mesa de bodas Nonn.Par.Eu.Io.2.2, ref. a una muchacha soltera γαμίης ἐλπίδος ἐστέρεσεν IG 12(8).600.15 (Tasos II d.C.), γαμίων ἔτι νῆις ἐρώτων Nonn.D.20.156.
2 relativo a la unión amorosa o sexual γαμίης ... εὐνῆς del apareamiento de animales, Opp.C.3.149, Βορέης γαμίῃ δεδονημένος αὔρῃ Bóreas excitado por una brisa de deseo amoroso Nonn.D.1.69, γαμίῃ ῥαθάμιγγι Διιπετέων ὑμεναίων ref. a la fecundación de Sémele por Zeus, Nonn.D.8.6, cf. 321.
Greek Monolingual
γάμιος, -α, -ον (AM) γάμος
αυτός που έχει σχέση με τον γάμο ή τη συνουσία.
Greek Monotonic
γάμιος: [ᾰ],-α, -ον = γαμήλιος, σε Μόσχ.