ἄνθορος: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνθορος''': Δωρ. [[ἄντορος]], ὁ, τὸ [[ἀπέναντι]] ὄριον ἄλλως δὲ ἀντόρως τούτοις ἐστάσαμες Πίνακ. [[Ἡρακλ]]. 1. 12.
|lstext='''ἄνθορος''': Δωρ. [[ἄντορος]], ὁ, τὸ [[ἀπέναντι]] ὄριον ἄλλως δὲ ἀντόρως τούτοις ἐστάσαμες Πίνακ. Ἡρακλ. 1. 12.
}}
}}

Revision as of 17:00, 14 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνθορος Medium diacritics: ἄνθορος Low diacritics: άνθορος Capitals: ΑΝΘΟΡΟΣ
Transliteration A: ánthoros Transliteration B: anthoros Transliteration C: anthoros Beta Code: a)/nqoros

English (LSJ)

Dor. ἄντ-, A corresponding boundary-stone, Tab.Heracl. 1.60.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνθορος: Δωρ. ἄντορος, ὁ, τὸ ἀπέναντι ὄριον ἄλλως δὲ ἀντόρως τούτοις ἐστάσαμες Πίνακ. Ἡρακλ. 1. 12.