ἄντομος: Difference between revisions
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄντομος''': ὁ, διαλεκτικὸς [[τύπος]] τοῦ ἀνάτομος, [[σκόλοψ]], [[χάραξ]], «παλοῦκι» καὶ περιληπτικῶς [[φραγμός]], [[περίφραγμα]], | |lstext='''ἄντομος''': ὁ, διαλεκτικὸς [[τύπος]] τοῦ ἀνάτομος, [[σκόλοψ]], [[χάραξ]], «παλοῦκι» καὶ περιληπτικῶς [[φραγμός]], [[περίφραγμα]], συχν. ἐν τοῖς Ἡρακλεωτ. Πίναξιν, ἐπὶ τὸν ἄντομον τὸν ὁρίζοντα Ι15, 5774, 5775· [[ὡσαύτως]] ὁδὸς γειτνιάζουσα πρὸς τοιοῦτον φραγμόν, 5774. 15., 5775. 12 κ. ἀλλ.· ἴδε Franz. σ. 706. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 15:00, 31 January 2022
English (LSJ)
ὁ, dialectic form of ἀνάτομος, A stake or pale, cf. ἄντομοι· σκόλοπες (Sicel), Hsch.: hence collectively, paling, boundary-fence, Tab.Heracl.1.15, al.; also, road adjoining such a fence, ib.2.13, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἄντομος: ὁ, διαλεκτικὸς τύπος τοῦ ἀνάτομος, σκόλοψ, χάραξ, «παλοῦκι» καὶ περιληπτικῶς φραγμός, περίφραγμα, συχν. ἐν τοῖς Ἡρακλεωτ. Πίναξιν, ἐπὶ τὸν ἄντομον τὸν ὁρίζοντα Ι15, 5774, 5775· ὡσαύτως ὁδὸς γειτνιάζουσα πρὸς τοιοῦτον φραγμόν, 5774. 15., 5775. 12 κ. ἀλλ.· ἴδε Franz. σ. 706.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 sicil. estaca Hsch.
2 camino vecinal, atajo ἀπὸ τῶ ἀντόμω τῶ hυπὲρ Πανδοσίας ἄγοντος TEracl.1.12, cf. 15, 2.13.
• Etimología: Cf. ἀνατέμνω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: country-road (prob. not palisade; Tab. Heracl.1, 12); ἀντόμους σκόλοπας, Σικελοί H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Explained as *ἀνάτομος, to ἀνατέμνω cut open, but the semantics is not very convincing. Connected with Lat. antemna yard, v. Blumenthal Hesychst. 16.