κριθάρι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κριθάριον]], Μ και κριθάριν και [[κριθάρι]])<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[κριθή]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. <i>σιτ</i>-<i>άριον</i>, <i>σωλην</i>-<i>άριον</i>)].
|mltxt=[[κριθάρι]], το (AM [[κριθάριον]], Μ και [[κριθάριν]] και [[κριθάρι]])<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[κριθή]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[σιτάριον]], [[σωληνάριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 1 February 2022

Greek Monolingual

κριθάρι, το (AM κριθάριον, Μ και κριθάριν και κριθάρι)
1. το φυτό κριθή
2. ο καρπός του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. -άριον (πρβλ. σιτάριον, σωληνάριον)].