καταγρέω: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(6_23)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγρέω''': καθαιρῶ, [[καταλαμβάνω]], Σαπφὼ 40, Ἡσύχ. ἐν λέξ.· κατάγρεντον (= καθαιρούντων, καθαιρείτωσαν), προστακτ., Ἐπιγρ. Λέσβου τῶν χρόνων τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου, CIG. 2166.
|lstext='''καταγρέω''': καθαιρῶ, [[καταλαμβάνω]], Σαπφὼ 40, Ἡσύχ. ἐν λέξ.· κατάγρεντον (= καθαιρούντων, καθαιρείτωσαν), προστακτ., Ἐπιγρ. Λέσβου τῶν χρόνων τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου, CIG. 2166.
}}
{{elru
|elrutext='''καταγρέω:''' [[Sappho]] = [[καθαιρέω]] 18.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταγρῶ]], [[καταγρέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]], [[αρπάζω]]<br /><b>2.</b> [[καταφθάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀγρῶ</i> «[[συλλαμβάνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 21:24, 28 March 2022

German (Pape)

[Seite 1343] = καθαιρέω, Sappho bei Apoll. D. pron. p. 386 b.

Greek (Liddell-Scott)

καταγρέω: καθαιρῶ, καταλαμβάνω, Σαπφὼ 40, Ἡσύχ. ἐν λέξ.· κατάγρεντον (= καθαιρούντων, καθαιρείτωσαν), προστακτ., Ἐπιγρ. Λέσβου τῶν χρόνων τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου, CIG. 2166.

Russian (Dvoretsky)

καταγρέω: Sappho = καθαιρέω 18.

Greek Monolingual

καταγρῶ, καταγρέω (Α)
1. συλλαμβάνω, αρπάζω
2. καταφθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγρῶ «συλλαμβάνω» (< ἄγρα «κυνήγι»)].