εύληπτος: Difference between revisions
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "πολλοῡ" to "πολλοῦ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατανοείται εύκολα, ο [[ευνόητος]]<br /><b>2.</b> (για ποτά, φάρμακα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο [[εύποτος]], ο [[καλόπιστος]] (α. «οὐδ' εὔληπτον εῖναι τὸ [[ὕδωρ]]», <b>Ιώσ.</b><br />β. «εύληπτα φάρμακα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο [[πτηνό]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο [[ευάλωτος]] («εὔληπτοι νησιῶται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει [[κάποιος]] εύκολα («εὔληπτα γοῦν | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατανοείται εύκολα, ο [[ευνόητος]]<br /><b>2.</b> (για ποτά, φάρμακα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο [[εύποτος]], ο [[καλόπιστος]] (α. «οὐδ' εὔληπτον εῖναι τὸ [[ὕδωρ]]», <b>Ιώσ.</b><br />β. «εύληπτα φάρμακα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο [[πτηνό]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο [[ευάλωτος]] («εὔληπτοι νησιῶται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει [[κάποιος]] εύκολα («εὔληπτα γοῦν καὶ οὐ πολλοῦ δεήσει τοῦ πόνου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μεταφέρεται εύκολα<br /><b>4.</b> αυτός που αναιρείται, που ανασκευάζεται εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευλήπτως</i> (Α εὐλήπτως)<br /><b>1.</b> με εύκολο τρόπο («τὸ [[ἔκπωμα]] εὐληπτότατα ἐνδιδόναι τῷ μέλλοντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> με εύληπτο τρόπο, ευκολονόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:55, 8 April 2022
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔληπτος, -ον)
1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος
2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ' εὔληπτον εῖναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ.
β. «εύληπτα φάρμακα»)
νεοελλ.
αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο πτηνό»)
αρχ.
1. αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο ευάλωτος («εὔληπτοι νησιῶται», Θουκ.)
2. αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει κάποιος εύκολα («εὔληπτα γοῦν καὶ οὐ πολλοῦ δεήσει τοῦ πόνου», Λουκιαν.)
3. αυτός που μεταφέρεται εύκολα
4. αυτός που αναιρείται, που ανασκευάζεται εύκολα.
επίρρ...
ευλήπτως (Α εὐλήπτως)
1. με εύκολο τρόπο («τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι τῷ μέλλοντι», Ξεν.)
2. με εύληπτο τρόπο, ευκολονόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ληπτος (< λαμβάνω)].