εντόσθιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
m (Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐντόσθιος]], -ον)<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[εντόσθια]]<br /><b>1.</b> τα [[σπλάγχνα]] που βρίσκονται [[μέσα]] στην κοιλιακή [[κοιλότητα]] του ανθρώπου ή τών ζώων, [[σωθικά]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> τα [[σπλάγχνα]] αρνιού ή η [[κοιλιά]], το [[συκώτι]] και η [[καρδιά]] τών πουλιών που τρώγονται<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> τα [[παιδιά]], τα [[τέκνα]] ([[κυρίως]] σε [[σχέση]] με τη [[μητέρα]]) («καὶ γὰρ οἱ παῑδες [[σπλάγχνα]] λέγονται ώς [[ἐντόσθια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἐντόσθιον πῡρ», Μηναία)<br /><b>2.</b> [[εντερικός]].
|mltxt=(AM [[ἐντόσθιος]], -ον)<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[εντόσθια]]<br /><b>1.</b> τα [[σπλάγχνα]] που βρίσκονται [[μέσα]] στην κοιλιακή [[κοιλότητα]] του ανθρώπου ή τών ζώων, [[σωθικά]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> τα [[σπλάγχνα]] αρνιού ή η [[κοιλιά]], το [[συκώτι]] και η [[καρδιά]] τών πουλιών που τρώγονται<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> τα [[παιδιά]], τα [[τέκνα]] ([[κυρίως]] σε [[σχέση]] με τη [[μητέρα]]) («καὶ γὰρ οἱ παῖδες [[σπλάγχνα]] λέγονται ώς [[ἐντόσθια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἐντόσθιον πῡρ», Μηναία)<br /><b>2.</b> [[εντερικός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 16 April 2022

Greek Monolingual

(AM ἐντόσθιος, -ον)
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εντόσθια
1. τα σπλάγχνα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα του ανθρώπου ή τών ζώων, σωθικά
2. (ειδ.) τα σπλάγχνα αρνιού ή η κοιλιά, το συκώτι και η καρδιά τών πουλιών που τρώγονται
3. μτφ. τα παιδιά, τα τέκνα (κυρίως σε σχέση με τη μητέρα) («καὶ γὰρ οἱ παῖδες σπλάγχνα λέγονται ώς ἐντόσθια»)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε κάτι («ἐντόσθιον πῡρ», Μηναία)
2. εντερικός.