έμφορτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(11)
 
m (Text replacement - "πλοῑον" to "πλοῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔμφορτος]], -ον (Α)<br />[[γεμάτος]] [[φορτίο]], φορτωμένος, [[κατάφορτος]] («πλοῑον ἔμφορτον»).
|mltxt=[[ἔμφορτος]], -ον (Α)<br />[[γεμάτος]] [[φορτίο]], φορτωμένος, [[κατάφορτος]] («πλοῖον ἔμφορτον»).
}}
}}

Latest revision as of 17:25, 4 May 2022

Greek Monolingual

ἔμφορτος, -ον (Α)
γεμάτος φορτίο, φορτωμένος, κατάφορτος («πλοῖον ἔμφορτον»).