βελοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
m (Text replacement - "   " to "")
mNo edit summary
Line 22: Line 22:
|mltxt=ο (AM [[βελοποιός]], Α και ως επίθ. [[βελοποιός]], -όν)<br />αυτός που κατασκευάζει βέλη, ο [[σχετικός]] με την [[κατασκευή]] βελών.
|mltxt=ο (AM [[βελοποιός]], Α και ως επίθ. [[βελοποιός]], -όν)<br />αυτός που κατασκευάζει βέλη, ο [[σχετικός]] με την [[κατασκευή]] βελών.
}}
}}
==Translations==
Czech: lukař; English: [[bowmaker]], [[bow maker]], [[bowyer]], [[fletcher]]; Finnish: nuolentekijä, jousiseppä; German: [[Bogen machend]], [[Bogenmacher]], [[Bogner]], [[Pfeilmacher]]; Greek: [[τοξοποιός]]; Spanish: [[flechero]]; Swedish: pilmakare

Revision as of 13:22, 6 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βελοποιός Medium diacritics: βελοποιός Low diacritics: βελοποιός Capitals: ΒΕΛΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: belopoiós Transliteration B: belopoios Transliteration C: velopoios Beta Code: belopoio/s

English (LSJ)

όν, A making missiles, Ph.Bel.58.50, Poll.7.156.

German (Pape)

[Seite 441] ὁ, Pfeilmacher, Poll. 7, 156; Math.

Greek (Liddell-Scott)

βελοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων βέλη, Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 58, Πολυδ. Ζ΄, 156.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
mec. maestro armero, artillero Ph.Bel.58.50, Poll.7.156, PSI 238.9 (VI/VII d.C.).

Greek Monolingual

ο (AM βελοποιός, Α και ως επίθ. βελοποιός, -όν)
αυτός που κατασκευάζει βέλη, ο σχετικός με την κατασκευή βελών.

Translations

Czech: lukař; English: bowmaker, bow maker, bowyer, fletcher; Finnish: nuolentekijä, jousiseppä; German: Bogen machend, Bogenmacher, Bogner, Pfeilmacher; Greek: τοξοποιός; Spanish: flechero; Swedish: pilmakare