ισοχειλής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
m (Text replacement - "χεῑλ" to "χεῖλ") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσοχειλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για αγγεία, [[δοχείο]] ή [[σκεύος]]) αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[μέχρι]] τα χείλη<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] του νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i> | |mltxt=[[ἰσοχειλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για αγγεία, [[δοχείο]] ή [[σκεύος]]) αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[μέχρι]] τα χείλη<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] του νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χεῖλος</i>), [[πρβλ]]. [[αμβλυχειλής]], [[λεπτοχειλής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:10, 8 May 2022
Greek Monolingual
ἰσοχειλής, -ές (Α)
1. (για αγγεία, δοχείο ή σκεύος) αυτός που είναι γεμάτος μέχρι τα χείλη
2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χειλής (< χεῖλος), πρβλ. αμβλυχειλής, λεπτοχειλής].