ισοχειλής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "χεῑλ" to "χεῖλ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσοχειλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για αγγεία, [[δοχείο]] ή [[σκεύος]]) αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[μέχρι]] τα χείλη<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] του νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χεῑλος</i>), [[πρβλ]]. <i>αμβλυ</i>-<i>χειλής</i>, <i>λεπτο</i>-<i>χειλής</i>].
|mltxt=[[ἰσοχειλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για αγγεία, [[δοχείο]] ή [[σκεύος]]) αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[μέχρι]] τα χείλη<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] του νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χεῖλος</i>), [[πρβλ]]. [[αμβλυχειλής]], [[λεπτοχειλής]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 8 May 2022

Greek Monolingual

ἰσοχειλής, -ές (Α)
1. (για αγγεία, δοχείο ή σκεύος) αυτός που είναι γεμάτος μέχρι τα χείλη
2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χειλής (< χεῖλος), πρβλ. αμβλυχειλής, λεπτοχειλής].