ὑπεκπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "καιροῡ" to "καιροῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αποτυγχάνω]], [[αστοχώ]], [[χάνω]] («[[ὑπεκπίπτω]] τοῦ καιροῡ», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> (για όργανο του σώματος) [[παθαίνω]] [[πρόπτωση]], μετατοπίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκπίπτω]] «[[χάνω]], [[πέφτω]] έξω, [[παρεκκλίνω]], [[αποτυγχάνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αποτυγχάνω]], [[αστοχώ]], [[χάνω]] («[[ὑπεκπίπτω]] τοῦ καιροῦ», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> (για όργανο του σώματος) [[παθαίνω]] [[πρόπτωση]], μετατοπίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκπίπτω]] «[[χάνω]], [[πέφτω]] έξω, [[παρεκκλίνω]], [[αποτυγχάνω]]»].
}}
}}

Revision as of 09:17, 24 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπίπτω Medium diacritics: ὑπεκπίπτω Low diacritics: υπεκπίπτω Capitals: ΥΠΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: hypekpíptō Transliteration B: hypekpiptō Transliteration C: ypekpipto Beta Code: u(pekpi/ptw

English (LSJ)

A miss, τοῦ καιροῦ J.AJ 16.11.5 (dub. l.). 2 prolapse, cj. in Sor.1.12.

Greek Monolingual

Α
1. αποτυγχάνω, αστοχώ, χάνωὑπεκπίπτω τοῦ καιροῦ», Ιώσ.)
2. (για όργανο του σώματος) παθαίνω πρόπτωση, μετατοπίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπίπτω «χάνω, πέφτω έξω, παρεκκλίνω, αποτυγχάνω»].