εξαγγελία: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐξαγγελία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναγγελία]], [[γνωστοποίηση]], [[είδηση]], [[δήλωση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διατύπωση]] ( | |mltxt=η (AM [[ἐξαγγελία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναγγελία]], [[γνωστοποίηση]], [[είδηση]], [[δήλωση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διατύπωση]] («ἀνεῖπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.)<br /><b>2.</b> [[εξομολόγηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για κατασκόπους) [[μετάδοση]] μυστικών αγγελιών στον εχθρό, [[κατάδοση]] («τοὺς μὲν ἄν συλλαμβάνοντες αὐτῶν κωλύοιεν τῶν ἐξαγγελιῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ύφος) [[απαγγελία]], [[έκφραση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:00, 27 May 2022
Greek Monolingual
η (AM ἐξαγγελία)
νεοελλ.
αναγγελία, γνωστοποίηση, είδηση, δήλωση
μσν.
1. διατύπωση («ἀνεῖπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.)
2. εξομολόγηση
αρχ.
1. (για κατασκόπους) μετάδοση μυστικών αγγελιών στον εχθρό, κατάδοση («τοὺς μὲν ἄν συλλαμβάνοντες αὐτῶν κωλύοιεν τῶν ἐξαγγελιῶν», Ξεν.)
2. (για ύφος) απαγγελία, έκφραση.