διάτρητος: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάτρητος]], -ον) [[διατετραίνω]]<br />αυτός που έχει τρύπες σ’ όλη του την [[έκταση]], κατατρυπημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «διάτρητα επιχειρήματα», «διάτρητη επιστημονική [[εργασία]]» — αυτός που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει αντικρουστεί επιτυχώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράθυρο]] με δικτυωτά κάγκελα («[[οἶκος]]... ἔχων φωταγωγοὺς | |mltxt=-η, -ο (AM [[διάτρητος]], -ον) [[διατετραίνω]]<br />αυτός που έχει τρύπες σ’ όλη του την [[έκταση]], κατατρυπημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «διάτρητα επιχειρήματα», «διάτρητη επιστημονική [[εργασία]]» — αυτός που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει αντικρουστεί επιτυχώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράθυρο]] με δικτυωτά κάγκελα («[[οἶκος]]... ἔχων φωταγωγοὺς δικτυοειδεῖς, ἃς διατρήτους ὀνομάζουσιν oἱ πολλοί»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διάτρωτον</i> (και πληθ.) <i>διάτρητα</i><br />πολύτιμο γυάλινο [[αγγείο]] που περιβάλλεται από δικτυωτά γιάλινα νήματα. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 27 May 2022
English (LSJ)
ον, A bored through, pierced, Gal.2.668. II cage cup, Latin: vas diatretum, diatretum, pl. cage cups, glass vessels with open-work decoration, Latin: diatreta, Mart.12.70.9.
Greek (Liddell-Scott)
διάτρητος: -ον, διατετρημένος, διατετρυπημένος, Ἰω. Δαμασκ.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): lat. plu. diatreta Mart.12.70
I 1perforado, horadado ἄγκιστρον Gal.2.668, de conchas PWash.Univ.59.9 (V d.C.), de los comillos de cierta serpiente, Sch.Nic.Th.232a.
2 cincelado, calado λίθοι e.e. formando celosías Thdt.Qu.17 in 3Re.6.9 (p.138), Qu.2 in 4Re.1.2 (p.194).
II subst., neutr. plu. vasos diatreta, vasos de cristal con decoración calada Mart.l.c.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διάτρητος, -ον) διατετραίνω
αυτός που έχει τρύπες σ’ όλη του την έκταση, κατατρυπημένος
νεοελλ.
φρ. «διάτρητα επιχειρήματα», «διάτρητη επιστημονική εργασία» — αυτός που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει αντικρουστεί επιτυχώς
αρχ.
1. παράθυρο με δικτυωτά κάγκελα («οἶκος... ἔχων φωταγωγοὺς δικτυοειδεῖς, ἃς διατρήτους ὀνομάζουσιν oἱ πολλοί»)
2. το ουδ. ως ουσ. το διάτρωτον (και πληθ.) διάτρητα
πολύτιμο γυάλινο αγγείο που περιβάλλεται από δικτυωτά γιάλινα νήματα.