βαρυσκελής: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρυσκελής]] (-οῡς), -ές (AM)<br />αυτός που νιώθει τα πόδια του [[βαριά]], ο [[δυσκίνητος]].
|mltxt=[[βαρυσκελής]] (-οῦς), -ές (AM)<br />αυτός που νιώθει τα πόδια του [[βαριά]], ο [[δυσκίνητος]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠσκελής Medium diacritics: βαρυσκελής Low diacritics: βαρυσκελής Capitals: ΒΑΡΥΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: baryskelḗs Transliteration B: baryskelēs Transliteration C: varyskelis Beta Code: baruskelh/s

English (LSJ)

ές, A heavy in the legs, slow, Trag.Adesp.250.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠσκελής: -ές, ὁ ἔχων βαρέα σκέλη, βραδύς, Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

(βᾰρυσκελής) -ές
lento ref. a Aquiles, la médula οὐ βαρυσκελῆ ποεῖ Trag.Adesp.250.

Greek Monolingual

βαρυσκελής (-οῦς), -ές (AM)
αυτός που νιώθει τα πόδια του βαριά, ο δυσκίνητος.