γεοειδής: Difference between revisions
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γεοειδής]] (- | |mltxt=[[γεοειδής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />ο όμοιος με [[χώμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γεοειδής:''' Plat., Arst. = [[γεώδης]]. | |elrutext='''γεοειδής:''' Plat., Arst. = [[γεώδης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 13 June 2022
English (LSJ)
ές, A = γεώδης, Ti.Locr.101a, Arist.GA731b13, HA555b28.
German (Pape)
[Seite 484] ές, erdartig, erdig, Tim. Locr. 101 a; Arist. H. A. 5, 28 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γεοειδής: -ές, πρὸς γῆς ἢ χῶμα ὅμοιος, Τίμ. Λοκρ. 101Α, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 23, ἐν τέλ., 5. 28, 3· συνηθέστερον γεώδης.
Spanish (DGE)
-ές
de naturaleza terrosa, terroso, formado por tierra γᾶς τε καὶ γεοειδέων Ti.Locr.101a, γεννᾶται ἔκ τινος συστάσεως γεοειδοῦς καὶ ὑγρᾶς Arist.GA 731b13, ἐκδύνουσιν ἐκ τοῦ γεοειδοῦς τοῦ περιέχοντος ἀκρίδες Arist.HA 555b28, cf. Plu.2.430d.
Greek Monolingual
γεοειδής (-οῦς), -ές (Α)
ο όμοιος με χώμα.
Russian (Dvoretsky)
γεοειδής: Plat., Arst. = γεώδης.