μολύβδεος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μολύβδεος]] και [[μολίβδεος]], -έα, -ον και συνηρ. μολυβδοῡς και μολιβδοῡς, -ή, -οῦν (Α)<br />[[μολύβδινος]], από μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. [[αργύρεος]], [[χρύσεος]]). Ο τ. [[μολίβδεος]] <span style="color: red;"><</span> [[μόλιβδος]]].
|mltxt=[[μολύβδεος]] και [[μολίβδεος]], -έα, -ον και συνηρ. μολυβδοῦς και μολιβδοῦς, -ή, -οῦν (Α)<br />[[μολύβδινος]], από μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. [[αργύρεος]], [[χρύσεος]]). Ο τ. [[μολίβδεος]] <span style="color: red;"><</span> [[μόλιβδος]]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολύβδεος Medium diacritics: μολύβδεος Low diacritics: μολύβδεος Capitals: ΜΟΛΥΒΔΕΟΣ
Transliteration A: molýbdeos Transliteration B: molybdeos Transliteration C: molyvdeos Beta Code: molu/bdeos

English (LSJ)

α, ον, contr. μολυβδ-οῦς, ῆ, οῦν, A leaden, δελφίς Pherecr.12, cf. Thphr.Od.41, IG22.1012.43, PCair.Zen.89.4 (iii B.C.), Ph.Bel.99.23 (-λιβδ- codd.), etc.

German (Pape)

[Seite 200] zsgzgn μολυβδοῦς, ῆ, οῦν, bl eiê rn; Theophr.; Luc. Iup. trag. 47 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολύβδεος: -α, -ον, συνῃρ. -οῦς, ῆ, οῦν, ὁ ἐκ μολύβδου, μολύβδινος, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 43.

Greek Monolingual

μολύβδεος και μολίβδεος, -έα, -ον και συνηρ. μολυβδοῦς και μολιβδοῦς, -ή, -οῦν (Α)
μολύβδινος, από μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα -εος (πρβλ. αργύρεος, χρύσεος). Ο τ. μολίβδεος < μόλιβδος].