μενέδουπος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μενέδουπος]], -ον (Α)<br />αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο της μάχης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i> (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> <i> | |mltxt=[[μενέδουπος]], -ον (Α)<br />αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο της μάχης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i> (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>δοῦπος</i> «[[θόρυβος]]» ([[πρβλ]]. [[αρμασίδουπος]], [[ασπιδόδουπος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 13 June 2022
English (LSJ)
ον, A steadfast in the battle-din, Orph.A.539.
German (Pape)
[Seite 132] den Schlachtlärm bestehend, darin aushaltend, Ἀθήνη, Orph. Arg. 539.
Greek (Liddell-Scott)
μενέδουπος: -ον, καρτερικός, ὑπομένων ἀταράχως τὸν θόρυβον τῆς μάχης, Ὀρφ. Ἀργ. 537.
Greek Monolingual
μενέδουπος, -ον (Α)
αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο της μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασίδουπος, ασπιδόδουπος)].