παταγητικός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(b)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0534.png Seite 534]] klappernd, lärmend, Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0534.png Seite 534]] klappernd, lärmend, Clem. Al.
}}
{{ls
|lstext='''πᾰτᾰγητικός''': -ή, -όν, ὁ παταγῶν, θορυβῶν, [[κόσσυφος]] παταγητικὸς ἐξ ᾠδικοῦ γενόμενος Κλήμ. Ἀλ. 221.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παταγῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει πάταγο, [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> (για [[πτηνό]]) αυτός που κρώζει («[[κόσσυφος]] [[παταγητικός]] ἐξᾠδικοῦ γενόμενος», Κλήμ.).
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 534] klappernd, lärmend, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτᾰγητικός: -ή, -όν, ὁ παταγῶν, θορυβῶν, κόσσυφος παταγητικὸς ἐξ ᾠδικοῦ γενόμενος Κλήμ. Ἀλ. 221.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παταγῶ
1. αυτός που κάνει πάταγο, θορυβώδης
2. (για πτηνό) αυτός που κρώζει («κόσσυφος παταγητικός ἐξᾠδικοῦ γενόμενος», Κλήμ.).