ἐξίλασμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξίλασμα]], το (AM) [[εξιλάσκομαι]]<br />εξιλαστήρια [[προσφορά]] («οὐ δώσει τῷ θεῷ [[ἐξίλασμα]] | |mltxt=[[ἐξίλασμα]], το (AM) [[εξιλάσκομαι]]<br />εξιλαστήρια [[προσφορά]] («οὐ δώσει τῷ θεῷ [[ἐξίλασμα]] ἑαυτοῦ», ΠΔ). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:39, 13 June 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A ransom, propitiatory offering, LXX 1 Ki.12.3, Ps.48(49).8.
German (Pape)
[Seite 882] τό, das Aussöhnungsmittel, Sühnopfer, LXX.; Lösegeld, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξίλασμα: τό, ἐξιλαστήριος προσφορά, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 3, Ψαλμ. ΜΗ, 8).
Greek Monolingual
ἐξίλασμα, το (AM) εξιλάσκομαι
εξιλαστήρια προσφορά («οὐ δώσει τῷ θεῷ ἐξίλασμα ἑαυτοῦ», ΠΔ).