προάναρχος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
(4) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον ΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[πριν]] από [[κάθε]] [[αρχή]] και [[είναι]] [[χωρίς]] [[αρχή]] («υἱέ | |mltxt=-ον ΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[πριν]] από [[κάθε]] [[αρχή]] και [[είναι]] [[χωρίς]] [[αρχή]] («υἱέ θεοῦ, Χριστέ, προάναρχε ἁπάντων», <b>Ανθ. Παλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προανάρχως</i> (Μ)<br />[[πριν]] από [[κάθε]] [[αρχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄναρχος]] «αυτός που δεν έχει [[αρχή]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προάναρχος:''' предначальный, предвечный ([[θεός]] Anth.). | |elrutext='''προάναρχος:''' предначальный, предвечный ([[θεός]] Anth.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 13 June 2022
Greek (Liddell-Scott)
προάναρχος: -ον, ὁ πρὸ πάσης ἀρχῆς καὶ ἄνευ ἀρχῆς, θεὸς Ἀνθ. Π. 1. 27· τῷ προανάρχῳ θεῷ φίλα Εὐστ. Πονημάτ. 76. 77· πρβλ. προανούσιος.
Greek Monolingual
-ον ΜΑ
αυτός που βρίσκεται πριν από κάθε αρχή και είναι χωρίς αρχή («υἱέ θεοῦ, Χριστέ, προάναρχε ἁπάντων», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
προανάρχως (Μ)
πριν από κάθε αρχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἄναρχος «αυτός που δεν έχει αρχή»].
Russian (Dvoretsky)
προάναρχος: предначальный, предвечный (θεός Anth.).