κατανθίζω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(2b)
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατανθίζω]] (Α)<br />[[στολίζω]] με [[άνθη]] («[[στέμμα]] πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῑς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», <b>Διόδ.</b>).
|mltxt=[[κατανθίζω]] (Α)<br />[[στολίζω]] με [[άνθη]] («[[στέμμα]] πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῖς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», <b>Διόδ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατανθίζω:''' расцвечивать ([[στέμμα]] χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένον Diod.).
|elrutext='''κατανθίζω:''' расцвечивать ([[στέμμα]] χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένον Diod.).
}}
}}

Revision as of 09:10, 18 June 2022

German (Pape)

[Seite 1365] mit Blumen ausschmücken, übh. schmücken, στέμμα χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένον D. Sic. 18, 26, a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατανθίζω: καὶ παθ. κατανθίζομαι, κοσμῶ δι’ ἀνθέων, ἐν γένει στολίζω, χρώμασι ποικίλοις κατηνθισμένος Διόδ. 18. 26· χρυσῷ κατήνθιστο Καλλίστρ. 898.

Greek Monolingual

κατανθίζω (Α)
στολίζω με άνθηστέμμα πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῖς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», Διόδ.).

Russian (Dvoretsky)

κατανθίζω: расцвечивать (στέμμα χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένον Diod.).