ευρωπός: Difference between revisions

From LSJ

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρωπός]], -ή, -όν (ΑΜ)<br />[[ευρύς]] («ἐν εὐρωποῑσιν ἁλὸς λαγόνεσσι», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> εκτεταμ. βαθμ. <i>ωπ</i>- της ρίζας <i>οπ</i>- ([[πρβλ]]. <i>όπωπα</i>)].
|mltxt=[[εὐρωπός]], -ή, -όν (ΑΜ)<br />[[ευρύς]] («ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> εκτεταμ. βαθμ. <i>ωπ</i>- της ρίζας <i>οπ</i>- ([[πρβλ]]. <i>όπωπα</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 18 June 2022

Greek Monolingual

εὐρωπός, -ή, -όν (ΑΜ)
ευρύς («ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -ωπος < -ωψ, -ωπος εκτεταμ. βαθμ. ωπ- της ρίζας οπ- (πρβλ. όπωπα)].