ελλοχώ: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(11)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐλλοχῶ (-άω) (AM)<br />[[ενεδρεύω]], [[παραμονεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] [[γεμάτος]] («ἐλλοχᾱσθαι κακοῑς» — [[γεμάτος]] από [[κακά]] που θα ξεσπάσουν όπως αυτοί που ενεδρεύουν και [[είναι]] έτοιμοι να επιτεθούν).
|mltxt=ἐλλοχῶ (-άω) (AM)<br />[[ενεδρεύω]], [[παραμονεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] [[γεμάτος]] («ἐλλοχᾱσθαι κακοῖς» — [[γεμάτος]] από [[κακά]] που θα ξεσπάσουν όπως αυτοί που ενεδρεύουν και [[είναι]] έτοιμοι να επιτεθούν).
}}
}}

Revision as of 14:55, 18 June 2022

Greek Monolingual

ἐλλοχῶ (-άω) (AM)
ενεδρεύω, παραμονεύω
αρχ.
είμαι γεμάτος («ἐλλοχᾱσθαι κακοῖς» — γεμάτος από κακά που θα ξεσπάσουν όπως αυτοί που ενεδρεύουν και είναι έτοιμοι να επιτεθούν).