επίφθονος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(14) |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίφθονος]], -ον) [[φθόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί φθόνο, ο [[μισητός]] («αἱ [[λίην]] ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐπίφθονοι γίνονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άξιος]] να φθονείται, [[επίζηλος]] («[[είναι]] η ζωή θαυμαστή και επίφθονη», Παπαντ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει φθόνο ή [[μίσος]] [[εναντίον]] κάποιου, [[φθονερός]] («οἴκῳ γὰρ [[ἐπίφθονος]] Ἄρεμις... | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίφθονος]], -ον) [[φθόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί φθόνο, ο [[μισητός]] («αἱ [[λίην]] ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐπίφθονοι γίνονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άξιος]] να φθονείται, [[επίζηλος]] («[[είναι]] η ζωή θαυμαστή και επίφθονη», Παπαντ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει φθόνο ή [[μίσος]] [[εναντίον]] κάποιου, [[φθονερός]] («οἴκῳ γὰρ [[ἐπίφθονος]] Ἄρεμις... πτανοῖσιν κυσὶ πατρός», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βλαβερός]] («ὀρχησμοῖς τ’ ἐπιφθόνοις ποδός», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίφθονον</i><br />ο [[φθόνος]] («[[ὅστις]] δ’ ἐπὶ μεγίστοις τὸ ἐπίφθονον λαμβάνει, ὀρθῶς βουλεύεται», <b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιφθόνως</i> (Α ἐπιφθόνως)<br />[[κατά]] τρόπο επίφθονο, φθονερό, μισητό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ἐπιφθόνως ἔχω [[πρός]] τινα» — [[διάκειμαι]] εχθρικά [[προς]] κάποιον<br />β) «ἐπιφθόνως διάκειμαί τινι» — φθονούμαι από κάποιον<br />γ) «ἐπιφθόνως διαπράττομαί τινι» — [[κάνω]] [[κάτι]] με τρόπο που ικανοποιεί τον φθόνο μου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:00, 18 June 2022
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίφθονος, -ον) φθόνος
1. αυτός που προκαλεί φθόνο, ο μισητός («αἱ λίην ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐπίφθονοι γίνονται», Ηρόδ.)
2. άξιος να φθονείται, επίζηλος («είναι η ζωή θαυμαστή και επίφθονη», Παπαντ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει φθόνο ή μίσος εναντίον κάποιου, φθονερός («οἴκῳ γὰρ ἐπίφθονος Ἄρεμις... πτανοῖσιν κυσὶ πατρός», Αισχύλ.)
2. βλαβερός («ὀρχησμοῖς τ’ ἐπιφθόνοις ποδός», Αισχύλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίφθονον
ο φθόνος («ὅστις δ’ ἐπὶ μεγίστοις τὸ ἐπίφθονον λαμβάνει, ὀρθῶς βουλεύεται», Θουκ.).
επίρρ...
επιφθόνως (Α ἐπιφθόνως)
κατά τρόπο επίφθονο, φθονερό, μισητό
αρχ.
φρ. α) «ἐπιφθόνως ἔχω πρός τινα» — διάκειμαι εχθρικά προς κάποιον
β) «ἐπιφθόνως διάκειμαί τινι» — φθονούμαι από κάποιον
γ) «ἐπιφθόνως διαπράττομαί τινι» — κάνω κάτι με τρόπο που ικανοποιεί τον φθόνο μου.