επάχθομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
(13)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπάχθομαι]] (Α)<br />στενοχωριέμαι, [[λυπάμαι]] για [[κάτι]] («[[ἥδομαι]] τοῑσδ' οὔτ' [[ἐπάχθομαι]] κακοῑς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[άχθομαι]] «[[δυσανασχετώ]]»].
|mltxt=[[ἐπάχθομαι]] (Α)<br />στενοχωριέμαι, [[λυπάμαι]] για [[κάτι]] («[[ἥδομαι]] τοῑσδ' οὔτ' [[ἐπάχθομαι]] κακοῖς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[άχθομαι]] «[[δυσανασχετώ]]»].
}}
}}

Revision as of 15:00, 18 June 2022

Greek Monolingual

ἐπάχθομαι (Α)
στενοχωριέμαι, λυπάμαι για κάτιἥδομαι τοῑσδ' οὔτ' ἐπάχθομαι κακοῖς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθομαι «δυσανασχετώ»].