ωφέλεια: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὠφέλεια]], ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[ὠφελία]], και ιων. τ. ὠφελίη, Α [[ὠφελώ]]<br />όφελος, [[κέρδος]], [[απολαβή]], [[χρησιμότητα]], [[συμφέρον]] (α. «δεν υπάρχει [[καμιά]] [[ωφέλεια]] σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πόλεμο) α) [[βοήθεια]], [[προστασία]], [[υποστήριξη]] («ὠφελίαν... ἀνδρὶ φέρειν», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[λάφυρο]], [[λεία]] («ταῖς ἐξ αὐτοῡ τοῦ πολέμου... ὠφελείαις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θήραμα]], [[κυνήγι]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με ληστή) [[προϊόν]] διαρπαγής<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὠφέλειαι</i><br />[[πηγή]] κέρδους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν ὠφελείᾳ ἐστί» — [[είναι]] ωφέλιμο <b>(Ισοκρ.)</b><br />β) «[[ὠφέλεια]] περὶ τὸ πρᾱγμα»<br />(δικαν. όρος) η άμεση [[ωφέλεια]] που προέρχεται από ένα [[πράγμα]]<br />γ) «[[ὠφέλεια]] έξω τοῦ πράγματος»<br />(δικαν. όρος) η έμμεση [[ωφέλεια]] που προέρχεται από ένα [[πράγμα]] με τη [[συνδρομή]] διαφόρων εξωτερικών παραγόντων.
|mltxt=η / [[ὠφέλεια]], ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[ὠφελία]], και ιων. τ. ὠφελίη, Α [[ὠφελώ]]<br />όφελος, [[κέρδος]], [[απολαβή]], [[χρησιμότητα]], [[συμφέρον]] (α. «δεν υπάρχει [[καμιά]] [[ωφέλεια]] σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πόλεμο) α) [[βοήθεια]], [[προστασία]], [[υποστήριξη]] («ὠφελίαν... ἀνδρὶ φέρειν», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[λάφυρο]], [[λεία]] («ταῖς ἐξ αὐτοῦ τοῦ πολέμου... ὠφελείαις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θήραμα]], [[κυνήγι]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με ληστή) [[προϊόν]] διαρπαγής<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὠφέλειαι</i><br />[[πηγή]] κέρδους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν ὠφελείᾳ ἐστί» — [[είναι]] ωφέλιμο <b>(Ισοκρ.)</b><br />β) «[[ὠφέλεια]] περὶ τὸ πρᾶγμα»<br />(δικαν. όρος) η άμεση [[ωφέλεια]] που προέρχεται από ένα [[πράγμα]]<br />γ) «[[ὠφέλεια]] έξω τοῦ πράγματος»<br />(δικαν. όρος) η έμμεση [[ωφέλεια]] που προέρχεται από ένα [[πράγμα]] με τη [[συνδρομή]] διαφόρων εξωτερικών παραγόντων.
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 25 July 2022

Greek Monolingual

η / ὠφέλεια, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὠφελία, και ιων. τ. ὠφελίη, Α ὠφελώ
όφελος, κέρδος, απολαβή, χρησιμότητα, συμφέρον (α. «δεν υπάρχει καμιά ωφέλεια σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», Θουκ.)
αρχ.
1. (ιδίως σχετικά με πόλεμο) α) βοήθεια, προστασία, υποστήριξη («ὠφελίαν... ἀνδρὶ φέρειν», Ευρ.)
β) λάφυρο, λεία («ταῖς ἐξ αὐτοῦ τοῦ πολέμου... ὠφελείαις», Πολ.)
2. θήραμα, κυνήγι
3. (σχετικά με ληστή) προϊόν διαρπαγής
4. στον πληθ. αἱ ὠφέλειαι
πηγή κέρδους
5. φρ. α) «ἐν ὠφελείᾳ ἐστί» — είναι ωφέλιμο (Ισοκρ.)
β) «ὠφέλεια περὶ τὸ πρᾶγμα»
(δικαν. όρος) η άμεση ωφέλεια που προέρχεται από ένα πράγμα
γ) «ὠφέλεια έξω τοῦ πράγματος»
(δικαν. όρος) η έμμεση ωφέλεια που προέρχεται από ένα πράγμα με τη συνδρομή διαφόρων εξωτερικών παραγόντων.