συντακτός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συντάσσω]]<br /><b>1.</b> συντεταγμένος με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρᾱγμα συντακτὸν [[περί]] τινος»<br />(ως [[ορισμός]]) το [[κατηγόρημα]] (Διογ. Βαβ.).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συντάσσω]]<br /><b>1.</b> συντεταγμένος με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρᾶγμα συντακτὸν [[περί]] τινος»<br />(ως [[ορισμός]]) το [[κατηγόρημα]] (Διογ. Βαβ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συντακτός:''' [adj. verb. к [[συντάσσω]] грам. построенный, присоединенный, сочиненный: σ. ὀρθῇ πτώσει Diog. L. построенный с именительным падежом.
|elrutext='''συντακτός:''' [adj. verb. к [[συντάσσω]] грам. построенный, присоединенный, сочиненный: σ. ὀρθῇ πτώσει Diog. L. построенный с именительным падежом.
}}
}}

Revision as of 16:55, 25 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντακτός Medium diacritics: συντακτός Low diacritics: συντακτός Capitals: ΣΥΝΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: syntaktós Transliteration B: syntaktos Transliteration C: syntaktos Beta Code: suntakto/s

English (LSJ)

ή, όν, A constructed with (cf. συντάσσω 11.5), ὀρθῇ πτώσει Stoic.2.59: also abs., πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος, as a definition of κατηγόρημα, Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213.

Greek (Liddell-Scott)

συντακτός: -ή, -όν, συντεταγμένος μετά τινος, (πρβλ. συντάσσω ΙΙ. 5), ὀρθῇ πτώσει Διογ. Λ. 7. 64, πρβλ. 58.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συντάσσω
1. συντεταγμένος με κάποιον
2. φρ. «πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος»
(ως ορισμός) το κατηγόρημα (Διογ. Βαβ.).

Russian (Dvoretsky)

συντακτός: [adj. verb. к συντάσσω грам. построенный, присоединенный, сочиненный: σ. ὀρθῇ πτώσει Diog. L. построенный с именительным падежом.