υποθερμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(43)
 
m (Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποθερμαίνω]] ΝΜΑ- [[θερμαίνω]] [[κάτι]] λίγο, [[ελαφρώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[υποθάλπω]], [[υποδαυλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ὑποθερμαίνομαι</i><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) διεγείρομαι, εξερεθίζομαι («ὑποθερμαινόμενος... ἀναφλέγεται εἰς τὸ πρᾱγμα», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=[[ὑποθερμαίνω]] ΝΜΑ- [[θερμαίνω]] [[κάτι]] λίγο, [[ελαφρώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[υποθάλπω]], [[υποδαυλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ὑποθερμαίνομαι</i><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) διεγείρομαι, εξερεθίζομαι («ὑποθερμαινόμενος... ἀναφλέγεται εἰς τὸ πρᾶγμα», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 25 July 2022

Greek Monolingual

ὑποθερμαίνω ΝΜΑ- θερμαίνω κάτι λίγο, ελαφρώς
νεοελλ.
μτφ. υποθάλπω, υποδαυλίζω
αρχ.
μέσ. ὑποθερμαίνομαι
μτφ. (για πρόσ.) διεγείρομαι, εξερεθίζομαι («ὑποθερμαινόμενος... ἀναφλέγεται εἰς τὸ πρᾶγμα», Λουκιαν.).