ἀτρόμητος: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτρόμητος''': -ον, = τῷ ἑπομ., οὐδ’ [[Ὀλύμπιος]] [[Ζεὺς]] [[ἀτρόμητος]] εἶδεν Ἀνθ. Π. 6. 256. | |lstext='''ἀτρόμητος''': -ον, = τῷ ἑπομ., οὐδ’ [[Ὀλύμπιος]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ἀτρόμητος]] εἶδεν Ἀνθ. Π. 6. 256. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:25, 30 July 2022
English (LSJ)
ον, = ἄτρομος (fearless, calm, undisturbed, intrepid, dauntless), B. 12.123, AP 6.256 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 389] = folgdm, Antp. Sid. 40 (VI, 256).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρόμητος: -ον, = τῷ ἑπομ., οὐδ’ Ὀλύμπιος Ζεὺς ἀτρόμητος εἶδεν Ἀνθ. Π. 6. 256.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiembla, intrépido Νηρῇδος ἀ. υἱός B.13.123, cf. AP 6.256 (Antip.Sid.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτρόμητος, -ον) τρομώ
άτρομος, άφοβος.
Greek Monotonic
ἀτρόμητος: -ον (τρομέω), = το επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρόμητος: Anth. = ἄτρομος.