παλαγμός: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλαγμός]], ὁ (Α) [[παλάσσω]] (Ι)]<br />[[ράντισμα]], [[πιτσίλισμα]] («πρὶν ἂν παλαγμοῖς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ [[Ζεὺς]] καταστάξας χειροῑν», <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=[[παλαγμός]], ὁ (Α) [[παλάσσω]] (Ι)]<br />[[ράντισμα]], [[πιτσίλισμα]] («πρὶν ἂν παλαγμοῖς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ [[Ζεύς|Ζεὺς]] καταστάξας χειροῑν», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾰλαγμός:''' ὁ пятно, позор (αἵματος Aesch.). | |elrutext='''πᾰλαγμός:''' ὁ пятно, позор (αἵματος Aesch.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:25, 30 July 2022
English (LSJ)
ὁ, A sprinkling, παλαγμοῖς αἵματος A.Fr.327.
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, Besudelung, αἵματος παλαγμοί, Aesch. frg. 329.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαγμός: ὁ, ῥαντισμός, ῥάντισμα, παλαγμοῖς αἵματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 340.
Greek Monolingual
παλαγμός, ὁ (Α) παλάσσω (Ι)]
ράντισμα, πιτσίλισμα («πρὶν ἂν παλαγμοῖς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ Ζεὺς καταστάξας χειροῑν», Αισχύλ.).
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαγμός: ὁ пятно, позор (αἵματος Aesch.).