παροικώ: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=παροικῶ, -έω, Ν ΜΑ [[οικώ]]<br />[[κατοικώ]], [[διαμένω]] μόνιμα ως [[πάροικος]] σε [[ξένη]] [[χώρα]] [[χωρίς]] [[πολιτικά]] δικαιώματα, [[είμαι]] [[πάροικος]] («οὐ μόνον τοῖς πολίταις ἐξιέναι [[πανδημεί]] προσέταξαν, ἀλλὰ καὶ τοῖς παροικοῦσι ξένοις», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]], [[διαμένω]] [[κάπου]] («σὺ μόνον παροικεῑς ἐν [[Ἱερουσαλήμ]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ζω, βρίσκομαι στη ζωή («τὸν ἀνθρώπινον βίον παρῳκηκότες», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[κείμαι]], βρίσκομαι [[κοντά]]<br /><b>4.</b> [[κατοικώ]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («ταῖς πυραμίσι παροικεῖν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατοικώ]] [[μεταξύ]], [[ανάμεσα]] («φοβούμενοι μὴ σφίσι [[μεγάλη]] [[ἰσχύς]] παροικῶσιν... ἐπολέμουν ἀνθρώποις νεοκαταστάτοις», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=[[παροικῶ]], [[παροικέω]], Ν ΜΑ [[οικώ]]<br />[[κατοικώ]], [[διαμένω]] μόνιμα ως [[πάροικος]] σε [[ξένη]] [[χώρα]] [[χωρίς]] [[πολιτικά]] δικαιώματα, [[είμαι]] [[πάροικος]] («οὐ μόνον τοῖς πολίταις ἐξιέναι [[πανδημεί]] προσέταξαν, ἀλλὰ καὶ τοῖς παροικοῦσι ξένοις», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]], [[διαμένω]] [[κάπου]] («σὺ μόνον παροικεῖς ἐν [[Ἱερουσαλήμ]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ζω, βρίσκομαι στη ζωή («τὸν ἀνθρώπινον βίον παρῳκηκότες», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[κείμαι]], βρίσκομαι [[κοντά]]<br /><b>4.</b> [[κατοικώ]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («ταῖς πυραμίσι παροικεῖν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατοικώ]] [[μεταξύ]], [[ανάμεσα]] («φοβούμενοι μὴ σφίσι [[μεγάλη]] [[ἰσχύς]] παροικῶσιν... ἐπολέμουν ἀνθρώποις νεοκαταστάτοις», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 2 August 2022

Greek Monolingual

παροικῶ, παροικέω, Ν ΜΑ οικώ
κατοικώ, διαμένω μόνιμα ως πάροικος σε ξένη χώρα χωρίς πολιτικά δικαιώματα, είμαι πάροικος («οὐ μόνον τοῖς πολίταις ἐξιέναι πανδημεί προσέταξαν, ἀλλὰ καὶ τοῖς παροικοῦσι ξένοις», Διόδ. Σικ.)
αρχ.
1. κατοικώ, διαμένω κάπου («σὺ μόνον παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ)
2. μτφ. ζω, βρίσκομαι στη ζωή («τὸν ἀνθρώπινον βίον παρῳκηκότες», Φιλόδ.)
3. (για τόπο) κείμαι, βρίσκομαι κοντά
4. κατοικώ κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («ταῖς πυραμίσι παροικεῖν», επιγρ.)
5. κατοικώ μεταξύ, ανάμεσα («φοβούμενοι μὴ σφίσι μεγάλη ἰσχύς παροικῶσιν... ἐπολέμουν ἀνθρώποις νεοκαταστάτοις», Θουκ.).