ἀσπιδοειδής: Difference between revisions
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀσπῐδοειδής:''' щитовидный ([[ἥλιος]] Diod.). | |elrutext='''ἀσπῐδοειδής:''' [[щитовидный]] ([[ἥλιος]] Diod.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:26, 10 August 2022
English (LSJ)
ές, A shaped like a shield, Agatharch.105. II adorned with serpents, βασιλεῖαι OGI90.44 (Rosetta).
German (Pape)
[Seite 373] ές, schildförmig, Diod. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπῐδοειδής: -ές, ἔχων τὸ σχῆμα ἀσπίδος, ὅμοιος ἀσπίδι, ἀσπιδοειδῆ γίνεσθαι τὸν ἥλιον Διοδ. 3. 48. ΙΙ. ὅμοιος ἀσπίδι (τῷ ὄφει), Ἐπιγρ. Ροζέτης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 44.
Spanish (DGE)
-ές
1 con forma de escudo del sol, Agatharch.105, D.S.3.48.
2 adornado con un áspid de la corona de Egipto βασίλεια OGI 56.62 (Canopo III a.C.), 90.44 (Roseta II a.C.).
Greek Monolingual
ἀσπιδοειδής, -ές και ἀσπιδόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει σχήμα ασπίδας, που μοιάζει με ασπίδα
2. ο στολισμένος με διακοσμήσεις σε σχήμα φιδιού.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπῐδοειδής: щитовидный (ἥλιος Diod.).