ἀσπιδοειδής: Difference between revisions

From LSJ

μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσπιδοειδής]], -ές και [[ἀσπιδόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] ασπίδας, που μοιάζει με [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> ο στολισμένος με διακοσμήσεις σε [[σχήμα]] φιδιού.
|mltxt=[[ἀσπιδοειδής]], [[ἀσπιδοειδές]] και [[ἀσπιδόεις]], [[ἀσπιδόεσσα]], [[ἀσπιδόεν]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] ασπίδας, που μοιάζει με [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> ο στολισμένος με διακοσμήσεις σε [[σχήμα]] φιδιού.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀσπῐδοειδής:''' [[щитовидный]] ([[ἥλιος]] Diod.).
|elrutext='''ἀσπῐδοειδής:''' [[щитовидный]] ([[ἥλιος]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 16:55, 10 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπῐδοειδής Medium diacritics: ἀσπιδοειδής Low diacritics: ασπιδοειδής Capitals: ΑΣΠΙΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: aspidoeidḗs Transliteration B: aspidoeidēs Transliteration C: aspidoeidis Beta Code: a)spidoeidh/s

English (LSJ)

ές, A shaped like a shield, Agatharch.105. II adorned with serpents, βασιλεῖαι OGI90.44 (Rosetta).

German (Pape)

[Seite 373] ές, schildförmig, Diod. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδοειδής: -ές, ἔχων τὸ σχῆμα ἀσπίδος, ὅμοιος ἀσπίδι, ἀσπιδοειδῆ γίνεσθαι τὸν ἥλιον Διοδ. 3. 48. ΙΙ. ὅμοιος ἀσπίδι (τῷ ὄφει), Ἐπιγρ. Ροζέτης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 44.

Spanish (DGE)

-ές
1 con forma de escudo del sol, Agatharch.105, D.S.3.48.
2 adornado con un áspid de la corona de Egipto βασίλεια OGI 56.62 (Canopo III a.C.), 90.44 (Roseta II a.C.).

Greek Monolingual

ἀσπιδοειδής, ἀσπιδοειδές και ἀσπιδόεις, ἀσπιδόεσσα, ἀσπιδόεν (Α)
1. αυτός που έχει σχήμα ασπίδας, που μοιάζει με ασπίδα
2. ο στολισμένος με διακοσμήσεις σε σχήμα φιδιού.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδοειδής: щитовидный (ἥλιος Diod.).