κόμαρι: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=komari
|Transliteration C=komari
|Beta Code=ko/mari
|Beta Code=ko/mari
|Definition=εως, τό, [[red]] [[dye]] obtained from root of [[Comarum palustre]], PHolm.14.2, 5, al., Maria ap.Zos.Alch.p.155 B.:—also [[κόμμαρι]], εως, τό, <span class="bibl"><span class="title">PHolm.</span>13.37</span>, <span class="bibl">16.5</span>, al.; [[κόμαρις]] and [[κώμαρις]], ἡ, Anon.Alch.<span class="bibl">pp.351,9</span> B.; [[κόμαρον]], τό, ib.p.350 B., <span class="title">PHolm.</span>25.15.</span>
|Definition=εως, τό, [[red]] [[dye]] obtained from the [[root]] of [[Comarum palustre]], PHolm.14.2, 5, al., Maria ap.Zos.Alch.p.155 B.:—also [[κόμμαρι]], εως, τό, <span class="bibl"><span class="title">PHolm.</span>13.37</span>, <span class="bibl">16.5</span>, al.; [[κόμαρις]] and [[κώμαρις]], ἡ, Anon.Alch.<span class="bibl">pp.351,9</span> B.; [[κόμαρον]], τό, ib.p.350 B., <span class="title">PHolm.</span>25.15.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόμαρι]] και κόμμαρι, -άρεως, τὸ (Α) [[κόμαρος]]<br />κόκκινο [[χρώμα]] που παρασκευάζεται από τη [[ρίζα]] του φυτού ψευδοκόμαρος ο [[έλειος]].
|mltxt=[[κόμαρι]] και κόμμαρι, -άρεως, τὸ (Α) [[κόμαρος]]<br />κόκκινο [[χρώμα]] που παρασκευάζεται από τη [[ρίζα]] του φυτού ψευδοκόμαρος ο [[έλειος]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 15 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμαρι Medium diacritics: κόμαρι Low diacritics: κόμαρι Capitals: ΚΟΜΑΡΙ
Transliteration A: kómari Transliteration B: komari Transliteration C: komari Beta Code: ko/mari

English (LSJ)

εως, τό, red dye obtained from the root of Comarum palustre, PHolm.14.2, 5, al., Maria ap.Zos.Alch.p.155 B.:—also κόμμαρι, εως, τό, PHolm.13.37, 16.5, al.; κόμαρις and κώμαρις, ἡ, Anon.Alch.pp.351,9 B.; κόμαρον, τό, ib.p.350 B., PHolm.25.15.

Greek Monolingual

κόμαρι και κόμμαρι, -άρεως, τὸ (Α) κόμαρος
κόκκινο χρώμα που παρασκευάζεται από τη ρίζα του φυτού ψευδοκόμαρος ο έλειος.