συντεκταίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
m (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συντεκταίνομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> строить, образовывать, созидать (τὸ [[πᾶν]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> вместе устраивать, сообща придумывать (μῆτίν τινι Hom. - in tmesi).
|elrutext='''συντεκταίνομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> строить, образовывать, созидать (τὸ [[πᾶν]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[вместе устраивать]], [[сообща придумывать]] (μῆτίν τινι Hom. - in tmesi).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συντεκταίνομαι [σύν, τεκταίνω] samen bouwen; overdr. samen verzinnen.
|elnltext=συντεκταίνομαι [σύν, τεκταίνω] samen bouwen; overdr. samen verzinnen.
}}
}}

Revision as of 16:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεκταίνομαι Medium diacritics: συντεκταίνομαι Low diacritics: συντεκταίνομαι Capitals: ΣΥΝΤΕΚΤΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: syntektaínomai Transliteration B: syntektainomai Transliteration C: syntektainomai Beta Code: suntektai/nomai

English (LSJ)

A help in constructing or making, τὸ πᾶν Pl.Ti.30b, cf. 45b. 2 metaph., help in devising, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Il.10.19; σ. δόλον A.R.1.1295.

Greek (Liddell-Scott)

συντεκταίνομαι: ἀποθετ., τεκταίνομαι, κατασκευάζω ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς τὴν κατασκευήν, τὸ πᾶν Πλάτ. Τίμ. 30Β, πρβλ. 45Β. 2) μεταφορ., βοηθῶ εἰς ἐπινόησιν, ὁμοῦ μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Ἰλ. Κ. 19· σ. δόλον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1295.

Greek Monolingual

Α
1. κατασκευάζω κάτι μαζί με άλλον («ψυχήν δὲ ἐν σώματι ξυνιστάς τὸ πᾶν ξυνετεκταίνετο», Πλάτ.)
2. μτφ. επινοώ κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ»].

Russian (Dvoretsky)

συντεκταίνομαι:
1) строить, образовывать, созидать (τὸ πᾶν Plut.);
2) вместе устраивать, сообща придумывать (μῆτίν τινι Hom. - in tmesi).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντεκταίνομαι [σύν, τεκταίνω] samen bouwen; overdr. samen verzinnen.