καταπελτικός: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταπελτικός:''' стрелометательный (ὄργανα καὶ βέλῃ Polyb.; [[βέλος]] Plut.). | |elrutext='''καταπελτικός:''' [[стрелометательный]] (ὄργανα καὶ βέλῃ Polyb.; [[βέλος]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καταπελτικός zie καταπαλτικός. | |elnltext=καταπελτικός zie καταπαλτικός. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 20 August 2022
English (LSJ)
v. καταπαλτικός.
German (Pape)
[Seite 1369] ή, όν, zur Katapulte gehörig; βέλος, das Geschoß der Katapulte, Strab. VII, 330 Pol. 11, 11, 3; τὰ κατ. = οἱ καταπέλται 9, 41, 5.
Greek (Liddell-Scott)
καταπελτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καταπέλτην, βέλος Στράβ. 330· κ. ὄργανα καὶ βέλη Πολύβ. 11. 11, 3· τὰ κ. (ἐξυπακ. ὄργανα) = καταπέλται, 9. 41, 3· τὸ κ., ἡ τέχνη τοῦ χειρίζεσθαι τὸν καταπέλτην, Διόδ. 14, 42.
Greek Monolingual
καταπελτικός και καταπαλτικός, -ή, -όν (Α) καταπέλτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καταπέλτη («καταπελτικὰ ὄργανα καὶ βέλη», Πολύβ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) το καταπελτικά ή καταπαλτικά
οι καταπέλτες
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ καταπελτικόν ή καταπαλτικόν
το αρχαίο «πυροβολικό», δηλ. οι συστοιχίες καταπελτών που έβαλλαν πυροφόρα βέλη (Διόδ.).
Russian (Dvoretsky)
καταπελτικός: стрелометательный (ὄργανα καὶ βέλῃ Polyb.; βέλος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπελτικός zie καταπαλτικός.