ἐμμενετικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐμμενετικός:''' неуклонный, стойкий, упорствующий (τῷ λογισμῷ, τῇ δόξή Arst.).
|elrutext='''ἐμμενετικός:''' [[неуклонный]], [[стойкий]], [[упорствующий]] (τῷ λογισμῷ, τῇ δόξή Arst.).
}}
}}

Revision as of 11:00, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμενετικός Medium diacritics: ἐμμενετικός Low diacritics: εμμενετικός Capitals: ΕΜΜΕΝΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emmenetikós Transliteration B: emmenetikos Transliteration C: emmenetikos Beta Code: e)mmenetiko/s

English (LSJ)

or ἐμμεν-ητικός, ή, όν, A disposed to abide by, τῷ λογισμῷ, τῇ δόξῃ, Arist.EN1145b11, 1151b5; τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Stoic.ap.Stob.2.7.5b2: c.gen., ἕξις -ητικὴ νόμου Pl.Def.412b. Adv. -ητικῶς Chrysipp.Stoic.3.73.

German (Pape)

[Seite 808] ή, όν, bleibend in, beharrend bei Etwas, τῷ λογισμῷ, neben ἐγκρατής, Arist. Eth. 7, 1, 6. – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμενετικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ἐμμείνῃ εἴς τι, ὁ ἐμμένων, σταθερός, τῷ λογισμῷ, τῇ δόξῃ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 6, κ. ἀλλ.· τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Στοβ. Ἐκλογ. 2. 106.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): ἐμμενη- Pl.Def.412b, Chrysipp.Stoic.3.64.35
I 1que se mantiene firme en de pers. y abstr., c. dat. ἐ. τῷ λογισμῷ que se atiene a la razón op. ἐκστατικὸς τοῦ λογισμοῦ ‘que se aparta de la razón’, Arist.EN 1145b11, τῇ δόξῃ Arist.EN 1151b5, καρτερία δὲ ἐπιστήμη ἐ. τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Chrysipp.l.c., c. gen. ἕξις ἐ. νόμου Pl.l.c.
que resiste ἐν τῷ πολέμῳ Sch.A.R.2.114b.
2 a lo que uno se aferra τὰ δὲ ... εὐφραίνοντι ἐμμενετικὰ τε καὶ ἀναπόβλητα Sch.Luc.VH 33.
II adv. -ῶς con firmeza, manteniéndose firme εἰ ... ποιεῖ ... τὰ δὲ ἐ. Chrysipp.Stoic.3.73.1.

Greek Monolingual

ἐμμενετικός, -ή, -όν και ἐμμενητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που μένει σταθερός σε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμενετικός: неуклонный, стойкий, упорствующий (τῷ λογισμῷ, τῇ δόξή Arst.).