εἰσκρίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(6_1) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσκρίνομαι''': [[εἰσέρχομαι]] εἰς, Διογ. Λ. 1. 7, Φίλων 2. 604· «εἰσκεκριμένον· ἐπεισαγόμενον, ἢ ἐπείσακτον» Ἡσύχ., «εἰσκριθείς, εἰσελθὼν» Σουΐδ. - Ἐνεργ. «εἰσκρίνει· εἰσχωρίζει, μερίζει» Ἡσύχ. | |lstext='''εἰσκρίνομαι''': [[εἰσέρχομαι]] εἰς, Διογ. Λ. 1. 7, Φίλων 2. 604· «εἰσκεκριμένον· ἐπεισαγόμενον, ἢ ἐπείσακτον» Ἡσύχ., «εἰσκριθείς, εἰσελθὼν» Σουΐδ. - Ἐνεργ. «εἰσκρίνει· εἰσχωρίζει, μερίζει» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσκρίνομαι:''' [[проникать]], [[внедряться]] (εἴδωλα εἰσκρινόμενα ταῖς ὄψεσι Diog. L.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 20 August 2022
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκρίνομαι: εἰσέρχομαι εἰς, Διογ. Λ. 1. 7, Φίλων 2. 604· «εἰσκεκριμένον· ἐπεισαγόμενον, ἢ ἐπείσακτον» Ἡσύχ., «εἰσκριθείς, εἰσελθὼν» Σουΐδ. - Ἐνεργ. «εἰσκρίνει· εἰσχωρίζει, μερίζει» Ἡσύχ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσκρίνομαι: проникать, внедряться (εἴδωλα εἰσκρινόμενα ταῖς ὄψεσι Diog. L.).