κυκλοφορητικός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κυκλοφορητικός:''' круговой, описывающий круг ([[κίνησις]] Plut.). | |elrutext='''κυκλοφορητικός:''' [[круговой]], [[описывающий круг]] ([[κίνησις]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A moving in a circle, circular, οὐσία Ph.1.514; τρόπος Dam.Pr.23; σῶμα Thphr.Fr.35, Iamb.Myst.5.4. Adv. -κῶς S.E.M.10.58.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοφορητικός: -ή, -όν, κινούμενος ἐν κύκλῳ, κυκλικός, κίνησις Πλούτ. 2. 1004G· οὐσία Φίλων 1. 514. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se meut circulairement.
Étymologie: κυκλοφορέομαι.
Greek Monolingual
κυκλοφορητικός, -ή, -όν (Α) κυκλοφορώ
αυτός που κινείται σε κύκλο.
επίρρ...
κυκλοφορητικῶς (Α)
κυκλικά.
Russian (Dvoretsky)
κυκλοφορητικός: круговой, описывающий круг (κίνησις Plut.).