παραγράψιμος: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραγράψιμος:''' подлежащий устранению, негодный Sext.
|elrutext='''παραγράψιμος:''' [[подлежащий устранению]], [[негодный]] Sext.
}}
}}

Revision as of 11:32, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγράψῐμος Medium diacritics: παραγράψιμος Low diacritics: παραγράψιμος Capitals: ΠΑΡΑΓΡΑΨΙΜΟΣ
Transliteration A: paragrápsimos Transliteration B: paragrapsimos Transliteration C: paragrapsimos Beta Code: paragra/yimos

English (LSJ)

ον, A exceptionable, S.E.M.7.170.

German (Pape)

[Seite 475] ον, wogegen sich excipiren läßt, d. i. unstatthaft, verwerflich, Sext. Emp. adv. math. 7, 170.

Greek (Liddell-Scott)

παραγράψῐμος: -ον, καθ’ οὗ δύναται νὰ ὑπάρξῃ ἔνστασις, ἀπορρίψιμος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 170.

Greek Monolingual

-η, -ο / παραγράψιμος, -ον, ΝΑ
αυτός που μπορεί να παραγραφεί («παραγράψιμο αδίκημα»)
αρχ.
αυτός που μπορεί να απορριφθεί ή αυτός που μπορεί να εξαιρεθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγράφω (πρβλ. μέλλ. παραγράφω) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. περιγράψ-ιμος)].

Russian (Dvoretsky)

παραγράψιμος: подлежащий устранению, негодный Sext.