περίκομπος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372
(3b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περίκομπος:''' тщеславный, хвастливый (Aesch. - v. l. к [[περίχαυνος]]).
|elrutext='''περίκομπος:''' [[тщеславный]], [[хвастливый]] (Aesch. - v. l. к [[περίχαυνος]]).
}}
}}

Revision as of 11:36, 20 August 2022

Greek (Liddell-Scott)

περίκομπος: -ον, πλήρης κόμπου, ὑπερήφανος, ἀλαζών, Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 878.

Greek Monolingual

-ον, Α
γεμάτος κομπασμό, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κόμπος / χτύπος, «καύχηση» (πρβλ. πολύ-κομπος)].

Russian (Dvoretsky)

περίκομπος: тщеславный, хвастливый (Aesch. - v. l. к περίχαυνος).