περιφορητικός: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιφορητικός:''' общераспространенный, избитый ([[λόγος]] Sext.).
|elrutext='''περιφορητικός:''' [[общераспространенный]], [[избитый]] ([[λόγος]] Sext.).
}}
}}

Revision as of 11:45, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφορητικός Medium diacritics: περιφορητικός Low diacritics: περιφορητικός Capitals: ΠΕΡΙΦΟΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periphorētikós Transliteration B: periphorētikos Transliteration C: periforitikos Beta Code: periforhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A current, λόγος S.E.M.10.87.

German (Pape)

[Seite 599] ή, όν, = Folgdm; λόγος, S. Emp. adv. phys. 2, 87.

Greek (Liddell-Scott)

περιφορητικός: -ή, -όν, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 87, π. λόγος, πιθαν. ἡμαρτημ. ἀντὶ παραφορητικός, ἀπατηλός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περιφορητός
αυτός που περιφέρεται γρήγορα, ταχύς κατά την περιφορά.

Russian (Dvoretsky)

περιφορητικός: общераспространенный, избитый (λόγος Sext.).