οἰνόληπτος: Difference between revisions
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἰνόληπτος:''' опьяненный вином, пьяный Plut. | |elrutext='''οἰνόληπτος:''' [[опьяненный вином]], [[пьяный]] Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:46, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A possessed by wine, drunken, Plu.2.4b.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ οἴνου κατειλημμένος, μεμεθυσμένος, μέθυσος, Πλούτ. 2. 4Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pris de vin.
Étymologie: οἶνος, ληπτός.
Greek Monolingual
οἰνόληπτος, -όν (Α)
αυτός που έχει κυριευθεί από το κρασί, μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. φρενό-ληπτος].
Russian (Dvoretsky)
οἰνόληπτος: опьяненный вином, пьяный Plut.