συνεπισκέπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνεπισκέπτομαι:''' вместе рассматривать, сообща исследовать (ἐκ τῶν ἀπορουμένων λόγων Arst.; τί τινι и τι [[μετά]] τινος Plat.).
|elrutext='''συνεπισκέπτομαι:''' [[вместе рассматривать]], [[сообща исследовать]] (ἐκ τῶν ἀπορουμένων λόγων Arst.; τί τινι и τι [[μετά]] τινος Plat.).
}}
}}

Revision as of 11:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπισκέπτομαι Medium diacritics: συνεπισκέπτομαι Low diacritics: συνεπισκέπτομαι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: synepisképtomai Transliteration B: synepiskeptomai Transliteration C: synepiskeptomai Beta Code: sunepiske/ptomai

English (LSJ)

non-Attic pres. for συνεπισκοπέω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπισκέπτομαι: συνυπολογίζω, συναριθμῶ, λαμβάνω ὑπ’ ὄψιν, τὴν φυλὴν Λευὶ οὐ συνεπισκέψῃ, καὶ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν οὐ λήψῃ ἐν μέσῳ υἱῶν Ἰσραὴλ Ἑβδ. (Ἀριθμ. Α΄, 49)· οὐ συνεπεσκέπησαν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ αὐτόθι Α΄, 47, ἴδε συνεπισκοπέω ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

examiner en même temps ou avec.
Étymologie: σύν, ἐπισκέπτομαι.

Greek Monolingual

Α ἐπισκέπτομαι
επισκοπώ, εξετάζω προσεκτικά κάτι μαζί με άλλους.

Russian (Dvoretsky)

συνεπισκέπτομαι: вместе рассматривать, сообща исследовать (ἐκ τῶν ἀπορουμένων λόγων Arst.; τί τινι и τι μετά τινος Plat.).