ἐκτυλίσσω: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκτῠλίσσω:''' развивать, развертывать (τὰν ἕλικα Plat.). | |elrutext='''ἐκτῠλίσσω:''' [[развивать]], [[развертывать]] (τὰν ἕλικα Plat.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 20 August 2022
English (LSJ)
A unfold, develop, ἕλικα Ti.Locr.97c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτῠλίσσω: «ξετυλίζω», τὰν ἕλικα ἐκτυλίσσει Τίμ. Λοκρ. 97C.
Spanish (DGE)
1 desarrollar τὰν ἕλικα del curso solar, Ti.Locr.97c.
2 envolver con gasas el ombligo de un recién nacido, Aët.4.3.
Greek Monolingual
και ξετυλίγω (AM ἐκτυλίσσω)
ξετυλίγω, ξεδιπλώνω
αναπτύσσω κάτι τυλιγμένο
νεοελλ.
μέσ. εκτυλίσσομαι
(για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, παρουσιάζω διαδοχικές φάσεις.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτῠλίσσω: развивать, развертывать (τὰν ἕλικα Plat.).