ὁμοιογενής: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - " ;" to ";") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὁμοιογενής:''' одинакового происхождения, одного рода Arst., Plut. | |elrutext='''ὁμοιογενής:''' [[одинакового происхождения]], [[одного рода]] Arst., Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A akin, of like kind, Arist. GA715b9, Placit.4.19.2; ἀρεταί D.H.Pomp.3. Adv. -νῶς An.Ox.4.273.
German (Pape)
[Seite 334] ές, von gleicher. Geburt, gleichem Geschlechte, gleicher Gattung, Arist. gen. an. 1, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιογενής: -ές, ὁ ἐξ ὁμοίου γένους, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 1, 7, Πλούτ. 2. 902C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁμοιογενῆ· ὁμόφυλον. συγγενικὸν» ― Ἐπίρρ. -νῶς, Γραμμ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de même race, de même genre.
Étymologie: ὅμοιος, γένος.
Greek Monolingual
-ές (Α ὁμοιογενής, -ές)
αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ίδια προέλευση ή ίδιες επιδιώξεις
2. ομοιόμορφος.
επίρρ...
ομοιογενώς (Α ὁμοιογενῶς)
με ομοιογενή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -γενής (< γένος), πρβλ. ομο-γενής].
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιογενής: одинакового происхождения, одного рода Arst., Plut.